🇬🇧 en el 🇬🇷
real estate noun
/ˈɹiːl əˌsteɪt/
|
|
|---|---|
|
ακίνητο, ακίνητη περιουσία |
|
διαθέσιμος χώρος, χώρος |
Wiktionary Links
- English: real estate